κατασκευάστρια

κατασκευάστρια
κατασκευ-άστρια, , fem. of κατασκευαστής,
A she who prepares, Sch.Lyc.578 (ed. Bachm.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατασκευάστρια — η (AM κατασκευάστρια) βλ. κατασκευαστής …   Dictionary of Greek

  • κατασκευαστής — ο θηλ. κατασκευάστρια (AM κατασκευαστής, θηλ. κατασκευάστρια) [κατασκευάζω] 1. αυτός που κατασκευάζει, αυτός που δημιουργεί («κατασκευαστής επίπλων») 2. αυτός που μηχανεύεται κάτι, ο επινοητής, ο μηχανορράφος μσν. αρχ. ο προμηθευτής τών αναγκαίων …   Dictionary of Greek

  • αμπυκFοργός — ἀμπυκFοργός η λ. τής Μυκηναϊκής που σημαίνει «κατασκευάστρια αμπύκων»: (a pu ko wo ko). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπυξ + Fέργον] …   Dictionary of Greek

  • κατασκευαστής — ο θηλ. κατασκευάστρια 1. αυτός που κατασκευάζει ή κατασκεύασε κάτι: Είναι κατασκευαστής γεφυρών. 2. αυτός που επινοεί κάτι: Είναι κατασκευαστής ψευδών ειδήσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”